- ευγάλακτος
- εὐγάλακτος, -ον (Α)1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός»)2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτονονομασία τού φυτού γλαύξ.
Dictionary of Greek. 2013.